Κάτω από τον ίσκιο της μουσμουλιάς, άλλος διαβάζει, άλλος χαζεύει στο fb, άλλος λαγοκοιμάται κι εγώ κεντάω. Εδώ στην εσχατιά του Πήλειου δρόμου, εκεί που το βουνό σβήνει στον βυθό του Αιγαίου, βασιλεύει η σιωπή των ανθρώπων. Γείτονες έχουμε μόνο τις ελιές, τα τζιτζίκια, τα τριζόνια, την αλεπού, μια οικογένεια παρδαλά κουνάβια και κάπου-κάπου μπορεί να ξεστρατίσει και κανένα αγριογούρουνο. Το σούρσιμο μιας σαγιονάρας, ένα φύλλο που πέφτει από την ελιά, μια σφήκα που διασχίζει φουριόζα τον αέρα της αυλής, και μεμιάς, όλα τα βλέμματα στρέφονται έκπληκτα στον παρείσαχτο ήχο. Στην απόλυτη σιγή, ακούς ακόμη και τη ζέστη. Τον αδιόρατο ψίθυρο του κάθετου ήλιου.
Και αίφνης, ο αδελφός μου σηκώνεται, σαν να ξυπνά απότομα από τη μακαριότητα της αιώρας. «Έχω ανάγκη από λίγη σιωπή», μας ανακοινώνει, και όλοι τον κοιτάμε αμίλητοι και σαφώς ανήσυχοι για τη διανοητική του ισορροπία.
Παίρνει τη μάσκα και τα βατραχοπέδιλα και καθώς τον κοιτάμε να χάνεται στην κατηφόρα, ξέρουμε πως το βράδυ θα φάμε το ιώδιο στο πιο γενναίο του τσιμπούσι.
Ο αδελφός μου θέλει να βυθιστεί στο βυθό. Να σβήσει από τα αυτιά του κάθε επίγειο ήχο που του θυμίζει έννοιες και προβλήματα, να επιστρέψει στη μήτρα της μαμάς, να θηλάσει το αλμυρό νερό, να νανουριστεί με τις μπουρμπουλήθρες του αναπνευστήρα, να δει μέσα από τη μάσκα τον χρόνο να κατρακυλάει και να σβήνει τσιτσιρίζοντας, σαν φλόγα που την κατάπιε το νερό.
Ο αδελφός μου δεν το κάνει θέμα ότι «βουτάει», δεν κάνει «καταδύσεις», δεν φοράει στολές, δεν φωτογραφίζεται με τρόπαιο ψαριές που μετριούνται σε ένδοξα κιλά και δεν φορτώνεται οξυγόνο. Απλά «πάει για πεταλίδες», από τότε που θυμάται τον εαυτό του, στα ίδια, οικογενειακά νερά του πατρικού χωριού.
Σε καμμιά ώρα θα έρθει φορτωμένος αχινούς, πεταλίδες, φούσκες, στρόμπια και πορφύρες. Από τα ρηχά του βυθού, εκεί όπου κατοικεί η κοινότητα του ταπεινού όστρακου. Από όπου θα μαζέψει, μετρώντας μερίδες, όσα θα χορτάσουν το βραδινό μας τραπέζι, τα άλλα να μείνουν εκεί, στο σπίτι τους, να’ναι εκεί και για του χρόνου και για όσα χρόνια δεν θα βαρεθούμε να τρώμε αχινοσαλάτες. Έχω κιόλας την εντύπωση ότι «τα λένε» εκεί κάτω με τις πεταλίδες και τα κοχύλια, κάνουν συμφωνίες, «πάρε τη μεγάλη που είναι γριά κι άσε ήσυχη την εγγονή της». Ό,τι αγαπάς δεν το ξεπαστρεύεις για μια μαγκιά, έτσι για να ανεβάσεις ένα πολύ like-άτο instagram παρέα με ένα βουνό αχινούς.
Το όστρακο είναι σαν το νόμισμα: έχει δυό όψεις, έχει κοινωνικές τάξεις, διακρίσεις. Μπορεί να είναι ένα βασιλικό στρείδι που κοστίζει μια περιουσία γιατί ο δύτης διακινδυνεύει την πνοή του στα βαθιά, μπορεί να είναι το περίφημο ισπανικό «νυχάκι» που κοστίζει δυό περιουσίες γιατί τα κύματα του ωκεανού μπορεί να σκοτώσουν τον δύτη στα βράχια, μπορεί να είναι ένας αχινός και μια πεταλίδα που ξεκολλάς με το χέρι σου από το βράχι, καθώς πλατσουρίζεις τα πόδια σου εκεί που σκάει το κύμα, τα μικρούλια κλιτσινάρια που μαζεύαμε μικροί, δόλωμα για τις παιδικές μας πετονιές. Το όστρακο μπορεί να το πληρώσεις χρυσό στις αγορές της πόλης, μπορείς να το βρεις αβάδιστα, δωρεά του Ποσειδώνα, κυριολεκτικά στα πόδια σου. Στη νοστιμιά πάλι, όλα είναι τα ίδια. Τα λαικής καταγωγής, ίσως και καλύτερα, καθώς διαθέτουν μπόνους τη φρεσκάδα, την ενέργεια, τη ζωντάνια, από την παραγωγή στην κατανάλωση.
Παλιά στο χωριό, οι μαμάδες έβαζαν στην κατσαρόλα, μαζί με τα λαδερά, τα όσπρια, τα μακαρόνια ή το ρύζι, όποιο κοχυλάκι μάζευαν τα παιδιά τους παίζοντας στην ακροθαλασσιά. Το μυστικό της διαχείρησης, απλό: ζεματάς για 3-4 λεπτά σε νερό που κοχλάζει το-οποιοδήποτε-κοχύλι, πετάς το νερό και μετά, με κάτι αιχμηρό-βελόνα, τσιμπιδάκι-το απελευθερώνεις από το όστρακο. Το αυτό ισχύει και για την πεταλίδα. Και ύστερα, οργανώνεις το πάρτυ: ή το τρως με λαδολέμονο ή λαδόξυδο και λίγη ρίγανη ή το κάνεις ριζότο, κριθαρότο, ή το βάζεις στο σερβίρισμα πάνω σε μια μακαρονάδα-όπου χωράει και το αβγό του αχινού-ωμό δεν το συζητώ! Ή και όλα αυτά μαζί.
Η μακαρονάδα που αναδεικνύει καλύτερα την ευαίσθητη, ρομαντική, λεπτεπίλεπτη γεύση τους, είναι η λευκή: απλά σοτάρεις για μια μικρή στιγμή λίγο σκόρδο στο ελαιόλαδο, πετάς μέσα τα μακαρόνια, κατεβάζεις από τη φωτιά και προσθέτεις ξύσμα λεμόνι, λίγο χυμό λεμόνι, μπόλικο μαϊντανό, πιπεράκι και τα όστρακά σου ζεματισμένα και καθαρισμένα όπως είπαμε. Για πιο μερακλίδικο, βάζεις και κάτι καυτερό, μπούκοβο ή πάπρικα.
Φέτος ο αδελφός μου εμπνεύστηκε και μια μαγική σαλάτα, την οποία εγώ θα σας δώσω σε δική μου ελεύθερη μετάφραση, γιατί δεν του έχω ζητήσει δικαιώματα. Το όνομά της θα μπορούσε να είναι «τύφλα να’χουν τα πεντάστερα και τα Michelin”. Λειώνεις ένα ώριμο αβοκάντο, το ανακατεύεις με φρέσκο κρεμμυδάκι, ξύσμα και χυμό από λεμόνι, λίγο τζίντζερ τριμμένο, μπόλικο μαϊντανό, ελαιόλαδο και ένα γενναίο μείγμα από ζεματισμένα στρόμπια, πορφύρες, πεταλίδες και ψιλοκομμένες ωμές φούσκες. Ή, ό,τι έχεις μαζέψει τέλος πάντων. Αν έχεις πιάσει και αχινό, βάλε και μερικά αβγουλάκια στο στόλισμα, και για τη γεύση αλλά και για το εφέ.
Το κόστος; Όσο κάνει ένα αβοκάντο και κάτι ψιλά για τα υπόλοιπα. Έχε ανοιχτά τα μάτια σου εκεί που κολυμπάς. Ό,τι κολλάει στα βράχια τρώγεται και η θάλασσα θέλει να στο κάνει δώρο, μόνο που οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει από καιρό τη γλώσσα της. Και δεν έχει τρόπο να σου το πει.