vrahiaolo

vrahia2

«Κεραμοχροίζοντα, κανελίζοντα, χρυσοκίτρινα, γλυνόχροα, σκονόχροα, καφεόχροα», τα ελληνικά βράχια όπως τα ζωγράφισε η πένα του Περικλή Γιαννόπουλου, του ποιητή που αγάπησε τόσο την «Ελληνική Γραμμή» και το «Φως», ώστε να χαθεί για πάντα μέσα στη δική της αιωνιότητα, όταν στεφανοστολισμένος και καβάλα σε ένα λευκό άτι χάθηκε καλπάζοντας στα νερά του Σκαραμαγκά. Δέκα μέρες μετά, το κύμα επέστρεψε το σώμα του. Το βρήκαν πάνω στα βράχια.

vrahoss

Στις παραλίες πάντα ψάχνω τα βράχια. Για να τα σκαρφαλώσω. Πίσω από το πιο αθέατο κομμάτι τους πάντα κρύβουν-έκπληξη μια επόμενη παραλία. Συνήθως μικρή σαν αγκαλιά, ενίοτε μεγάλη σαν απεραντοσύνη. Περπατάω τα βουνά, τις λαγκαδιές και τους κάμπους. Το σκαρφάλωμα στα βράχια είναι άλλο. Με γυμνά πόδια, προδωτικό. Τα βράχια δεν έχουν μπέσα. Υποχωρούν, κατρακυλούν ακόμη κι όταν δοκιμάσεις το βήμα και το νοιώσεις στέρεο. Το πιο πέτρινο, το πιο σταθερό κομμάτι της γης είναι αυτό που πιο πολύ αιωρείται, στέκεται στον αέρα σε ανομολόγητες ισορροπίες. Τα βράχια στέκουν στο κενό. Για να τα «περπατήσεις» πρέπει να πέσεις στα 4, να τα δαμάσεις με χέρια και με πόδια, να αγγίξεις την υφή τους, να μυρίσεις τις υγρές οσμές τους, μυρωδιές από προαιώνια σήψη, που έρχονται από βάθη μυστικά. Τα βράχια σε κόβουν, σε γρατσουνάνε, λάμες που κόβουν σαν βαμβάκι, το αίμα το βλέπεις μετά, σαν ξαποσταίνεις. Τα βράχια δεν σε θέλουν πάνω τους, χαλάς τη διάταξη, την εύθραυστη ισορροπία που έχουν βρει να στέκονται.

vrahi

Ξαπλώνω σε όποιο με χωράει. Η ζέστη τους σε όλο το κορμί, θεραπεία που χαϊδεύει κατευθείαν την ψυχή, φιλάει το μυαλό, παρηγορεί την καρδιά, σου μιλάει με λόγια ταπεινά, θαλασσινά, μικρός παφλασμός από το κύμα που σκάει πάνω τους. Δώστε τα λεφτά σας στα spa, ποτέ δεν θα σας θεραπεύσουν. Τα βράχια είναι γιατροί του Θεού, τα spa ανθρώπινα σπαράγματα, μιας προσωμοίωσης καταδικασμένης στο ψέμα.

vrah

Πρέπει να μείνεις ώρα πολλή εκεί, κοντά τους, για να τα «δεις» αληθινά, στις μικρές γλυπτές τους λεπτομέρειες. Κανένα δεν μοιάζει με το άλλο. Αλλά αυτό δεν μπορείς να το δεις όταν πας στην παραλία φορτωμένος με τις συνήθειες της πόλης, τα κινητά, τα βιβλία, τα τάμπλετ, τις πλαστικές σαλονοτραπεζαρίες, τις βίαιες μουσικές των μπιτσόμπαρων.

vra

Αυτό που δεν θα σκαλίσει ποτέ στην πέτρα χέρι ανθρώπινο, το βλέπεις να συντελείται εκεί, μπροστά σου. Το κύμα, άλλοτε κουρασμένο σαν παιδική ανάσα, άλλοτε σαν οργισμένο θεριό, 24 ώρες χωρίς να τρώει, να κοιμάται, να κουράζεται, στους αιώνες των αιώνων, με τον αέρα βοηθό, υποτάσσει την πέτρα, το γλυπτό αλλάζει με το χρόνο, ένα άχρονο work in progress. Αναρωτιέμαι αν πίσω απ’όλο αυτό υπάρχει σχέδιο ή αν οι πρώτοι άνθρωποι, αυτόκλιτοι στο μουσείο της Φύσης, κάπως έτσι σκέφτηκαν ότι υπάρχει κάτι που το λένε Θεό.

vr v