(Αφιερωμένο στον Μάκο)
Ελληνικό καλοκαίρι σε νησί, κάπου γύρω στον Δεκαπενταύγουστο. Στις διακοπές με συνοδεύει η παριζιάνα κολλητή μου. Στο ταβερνείο της πλατείας η νύχτα φλέγεται, από κείνη τη διονυσιακή, υπόγεια, ασύνειδη διάθεση: να γελάς. Να φοράς όσο γίνεται λιγότερα ρούχα. Να κοιτάζεις τους γύρω σου. Να είσαι έτοιμος να μοιραστείς ένα ποτήρι, τη νύχτα ή τη ζωή σου με τον άγνωστο του διπλανού τραπεζιού. Η σύνοψη της καλοκαιρινής διάθεσης. Εκεί που η ζωή είναι πάρτι, τώρα και, αόριστα, για πάντα. Η βόρια φίλη μου παραγγέλνει ένα τζατζίκι για πρώτο και ένα μουσακά για δεύτερο. Καταναλώνει το τζατζίκι με μαχαιροπίρουνο. Κοιτάζω την πενία του τραπεζιού μας. Δυο πιάτα αντικριστά. Μια θλίψη. Και ξαφνικά το ελληνικό καλοκαίρι βουλιάζει σαν ξαφνική καταιγίδα. Ο ήλιος του μεσονυχτίου σκοτεινιάζει. Η χαρά μεταφέρεται στα τραπέζια των άλλων. Στα τραπέζια όπου συνωστίζονται τα άδεια μπουκάλια της μπύρας. Στις στίβες με τα άδεια πιατάκια του μεζέ. Πιρούνια μάχονται γύρω από ένα μικροσκοπικό πιατάκι με σουπιές κρασάτες. Αναπαύονται στο πορσελάνινο γείσο. Με έναν ελαφρύ, κρυστάλλινο ήχο, σαν νότα. Η μεσόγεια χαρά για να υπάρξει, προϋποθέτει τον μεζέ της. Ποικιλία, χρωματικά και γευστικά άλματα. Η πληθωρικότητα της χαράς. Πάρτι δεν κάνεις με ένα φιλέτο και δυο πατάτες. Είμαστε φτωχοί αλλά δεν είμαστε μίζεροι. Μια ντομάτα, ένα αγγούρι και μια ελιά, κι έγινε μεζές. Όλοι μαζί κοινωνοί της ίδιας πολύπλοκης γεύσης. Σύντροφοι, συνένοχοι. Μοιραζόμαστε την ίδια μελιτζανοσαλάτα και η μοναξιά τρομάζει και φεύγει γι’αλλού. Πιάτα που εναλλάσσονται δημιουργώντας την ψευδαίσθηση της αιωνιότητας. Της ατέρμονης ηδονής. Ο τελευταίος μεζές θα έρθει όταν πια θα είσαι πολύ μεθυσμένος για να έχεις συναίσθηση του Τέλους. Ο θάνατος δεν υπάρχει όταν δεν μπορείς να τον δεις και να τον νοιώσεις. Ξόρκι.
ΤΗΣ ΩΡΑΣ
Ο μεζές μπορεί να απαιτεί μεγάλη προετοιμασία. Κέφι και μεράκι. Όπως μπορεί να υπάρξει, ίσως και νοστιμότερος, χωρίς καμία προετοιμασία, μόνο με τα δυο εναπομείναντα συστατικά. Στις χώρες του πολιτισμένου κόσμου, οι άνθρωποι σημειώνουν ένα μήνα πριν στην ατζέντα τους, μαζί με τις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις, τα φιλικά ραντεβού, πάντα στο συγκεκριμένο εστιατόριο, όπου θα καταναλωθεί η συγκεκριμένη σπεσιαλιτέ. Εδώ, το τηλέφωνο που χτυπά στις 9 για το «τι θα κάνεις το βράδυ;», είναι η αρχή μιας επικείμενης περιπέτειας, ένα κυνήγι του θησαυρού χωρίς πλάνο, ένα ταξίδι προσμονής. Εκεί που αφήνεις τη ζωή να αποφασίσει για σένα, βάζοντας ελάχιστα το χεράκι σου, στα βασικά, εκεί που εμπιστεύεσαι σχεδόν απόλυτα την καλοσύνη της, την καλή της προαίρεση, την εύνοιά της. Το κάλεσμα της τελευταίας στιγμής, ανοίγεις την ψυχή και το σπίτι σου, το τραπέζι που στήνεται για κείνον που χτυπά απρόσκλητος το κουδούνι. «Με ότι υπάρχει στο ψυγείο», που σημαίνει ότι όπως και να’χει εγώ θα χαρώ. Γιατί η ευδαιμονία δεν είναι να είσαι άψογος στα πρακτικά, αλλά άψογος στην αυθόρμητη διάθεση.
ΟΣΑ ΦΕΡΝΕΙ Η ΝΥΧΤΑ
Την ώρα που τα ευρωπαϊκά και τα αμερικανικά δείπνα έχουν χτυπήσει επίσημα τη λήξη τους, ο μεσόγειος πίνει τον απογευματινό του καφέ, κάνοντας πλάνα, αλλάζοντας εκατοντάδες σενάρια και ανταλλάσσοντας πάρα πολλά τηλέφωνα, με πρωταγωνίστρια τη νύχτα που έρχεται. Οι διατροφικοί κανόνες του «τρώω νωρίς για να χωνέψω νωρίς για να μην πεθάνω νωρίς» τον αφήνουν παγερά αδιάφορο. Ακόμη κι αν κάποια στιγμή πάρει το θέμα της υγείας και της χαμένης φόρμας του κατάκαρδα, αυτή η στιγμή δεν είναι σίγουρα εκείνη που προετοιμάζει την επόμενη έξοδό του. Το φάσμα της νύχτας, το επερχόμενο γλέντι, δυνάμεις πανίσχυρες, σειρήνες που καταργούν αυτομάτως, που ξορκίζουν την αρρώστια και τα περιττά κιλά. Το «ότι φάμε κι ότι πιούμε» δεν είναι σίγουρα σουηδική εφεύρεση.
ΚΑΤΙ «ΣΤΟ ΠΟΔΙ»
Οι ευρωπαίοι θέλουν τα δείπνα τους πάνω σε λινά, κολαριστά τραπεζομάντιλα, το κρασί τους σε κρυστάλλινο περιτύλιγμα, τη λινή πετσέτα, τη διαδοχή του κάθε μαχαιροπίρουνο για άλλη χρήση, την εναλλαγή της πορσελάνης σε διαφορετικά μεγέθη και σχήματα για να νοιώσουν ολοκληρωμένη τη χαρά της εστίασης. Ο μεσόγειος βολεύεται με ένα μεζεδάκι στα όρθια, ένα γευστικό διάλειμμα που θα διασκεδάσει τις σκοτούρες της μέρας του, μια μπουκιά που θα απαλύνει την αψάδα του αλκοόλ του, μια άλλη μορφή της θείας κοινωνίας. Η μετάληψη των ηδονών της ζωής, μια στιγμιαία παρηγοριά, η ζωή είναι θρησκεία και της ανταποδίδει το σεβασμό που της αξίζει κοινωνώντας ένα γρήγορο μεζεδάκι. Και κυρίως, δεν διστάζει να βάλει χέρι στο φαγητό του. Μια οδοντογλυφίδα είναι αρκετή για τα δύσκολα. Μια ελιά χάνει τη χάρη της άμα προσπαθήσεις να την φας με ασημένιο πιρούνι. Οι καλοί τρόποι βλάπτουν σοβαρά την αυθόρμητη απόλαυση. Πώς να εξηγήσεις στον βόρειο την ηδονή της «βούτας»;. Μια μπουκιά βουτηγμένη στη σάλτσα του κοκκινιστού, στο λάδι της σαλάτας, σε ότι απόμεινε στον πάτο της κατσαρόλας. Η πίεση του ψωμιού μόνο με το χέρι, έτσι ώστε να ελέγξεις ακριβώς τους χυμούς που θα την περιβρέξουν. Η κατακλείδα της γεύσης, η τελευταία μπουκιά, ο γευστικός επίλογος. Σαν κλεμμένη χαρά.
ΓΕΙΑ ΜΑΣ!
Το τσούγκρισμα των ποτηριών. Το ντοπάρισμα του γλεντιού. Το γκάζι του. Η επόμενη ώθηση και το κρεσέντο ταυτόχρονα. Μια γυάλινη συγχορδία, η ευχή για αιώνια ζωή, με κέφι και υγεία, η επόμενη-υποχρεωτική-γουλιά, θεία κοινωνία και επαλήθευση της ευχής. Στο φόρτε του κεφιού, το ποτήρι απαιτεί την παρηγορητική σύγκρουση όλο και συχνότερα, με μεγαλύτερη ένταση, το υγρό να αναπηδά, λίγες σταγόνες κυλούν στο δέρμα, χοές στον Απόλλωνα, τον Διόνυσο, τον Πάνα κι όλους όσους δίδαξαν στους ανθρώπους ότι η ζωή έχει το δικαίωμα στην ξενοιασιά.
ΤΟΥ ΑΓΟΡΙΟΥ ΑΠΕΝΑΝΤΙ
Το κέρασμα, η έπληξη που προσγειώνεται στο τραπέζι σου, απρόσμενο, από το Αγνωστο. Από τον άγνωστο ή τους άγνωστους της διπλανής παρέας. Τα ποτήρια υψώνονται εις υγείαν, το κέρασμα πέρασμα σε μια επόμενη φιλία, σε έναν επόμενο έρωτα ή απλά στη διεύρυνση του κεφιού, να περάσει η νύχτα συντροφικότερη, πολυπλυθέστερη, να χάσει λίγο παραπάνω τον έλεγχο. Το κέρασμα ως απόδειξη της κοινής ταυτότητας, του θαυμασμού. Μου άρεσε ο χορός σου, μου άρεσε που τραγούδησες λίγο ψηλότερα το ρεφρέν που κι εγώ αγαπώ. Σε αναγνωρίζω κι ας μην σε ξέρω. Το κέρασμα ως ερωτικός ενδιάμεσος. Μου αρέσεις και στο λέω διστακτικά με ένα ποτήρι. Αποφεύγω την επιθετική προσέγγιση και τον κίνδυνο της απόρριψης. Φλερτάρω με τρόπους μεσόγειους. Ευγενικά και με τρόπο. Αν με θέλεις, ας ενώσουμε, κατ’αρχήν τα τραπέζια μας.
ΓΕΙΡΕ ΣΤΟΝ ΩΜΟ ΜΟΥ
Γέρνω στον ώμο σου να δώσω έμφαση στο τραγούδι που με φτιάχνει, σε αγγίζω για να σου πουν τα χέρια μου ότι περνάω καλά, με ακουμπάς για να ταυτιστούμε έστω στιγμιαία, να επικυρώσουμε τη φιλία του κεφιού κι ας μαλώσουμε αύριο κι ας μη θυμάμαι το πρωί τι ήταν αυτό το υπέροχο που μας έκανε να νοιώθουμε δυνατοί και αιώνιοι. Να αλλάξουμε θέσεις στο τραπέζι. Να βρει ο καθένας το σύντροφο της καρδιάς του, αυτόν με τον οποίο μπορεί να συνωμοτήσει, να συμμαχήσει για όσο κρατάει η νύχτα. Πήγαινε πιο κει να χωρέσω ανάμεσά σας, να μοιραστώ αυτό που σας κάνει να γελάτε, να στριμωχτώ, να χωρέσω στην ιλαρότητά σας. Να την αφήσω να με διαπεράσει. Κι ύστερα, να ενώσουμε τα τραπέζια με τους δίπλα. Να χαλάσουμε τη στημένη διάταξη του καταστηματάρχη. Να φτιάξουμε τον κόσμο όπως μας αρέσει. Να τον διαμορφώσουμε στα πλαίσια του δικού μας κεφιού. Σαν παιδικό παζλ, να στήσουμε τα δικά μας lego της χαράς.
ΧΩΡΟΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟ ΟΝΕΙΡΟ
Παύση. Μια σύντομη άνω τελεία όταν τα βλέφαρα βαραίνουν από το ζενίθ της έξαρσης, τις γευστικές εναλλαγές, τα κάποια ποτηράκια παραπάνω. Και όχι απαραίτητα. Ο μεσημεριανός ύπνος έρχεται σαν μαγική χρυσόσκονη, αρκεί να τον θρέψεις με λίγο ήλιο, υψηλές θερμοκρασίες, καθόλου στρες πέρα από αυτό που μπορεί να προκαλέσει το επίμονο τσίμπημα μιας μύγας, και κανένα σοβαρό πρόγραμμα για μετά. Σιέστα. Το κεφάλι ακουμπισμένο στην πλάτη του καναπέ, στο τραπέζι ανάμεσα στους αγκώνες, στην ξαπλώστρα της βεράντας, στην ψάθα της ακροθαλασσιάς, στην αιώρα της αυλής, πίσω από την εφημερίδα, με το βιβλίο ανοιχτό στην τελευταία σελίδα, μπροστά στις μεσημεριανές ειδήσεις της τηλεόρασης, πίσω από τα κλειστά πατζούρια της σκιάς, κάτω από το πεύκο του πικ-νικ, στην ξενοδοχειακή ξαπλώστρα της ηλιοθεραπείας μπροστά στην πισίνα. Από όλες τις μεσογειακές έξεις, η μόνη που απειλείται με άμεση εξαφάνιση. Οι απαιτήσεις της καταναλωτικής μηχανής δεν επιτρέπουν παύσεις στις παραγωγικές ώρες πριν το βασίλεμα του ήλιου. Οι μόνοι που ξέρω ότι ακόμη επιδίδονται καθημερινά στο σπορ, είναι οι συνταξιούχοι γείτονές μου. Η σιέστα, όμως, του συνταξιούχου είναι κάτι άλλο. Εμπεριέχει την απόγνωση της απραξίας, μια σύντομη παύση στην εναγώνια αναμονή του τέλους τη ζωής.
Δημοσιεύτηκε στο ΕΥ ΖΗΝ
photos MAKOS