Όλη η τουριστική καμπάνια της Πόλης στηρίζεται στην Αγία Σοφία, τα ντολμαδάκια και τα χαμάμ.
Αρτι αφιχθείς στα πάτρια, η πρώτη ερώτηση στην οποία θα κληθείς να απαντήσεις μετά το «τι καιρό σας έκανε» είναι το «χαμάμ πήγατε;». Με μια αδιόρατη υποψία πονηριάς στο μάτι. Κάτι σαν η ερώτηση να περιλαμβάνει και ένα τόσο δα αορίστως σεξουαλικό υπονοοούμενο. Λες και υποσυνείδητα ο ερωτών να περιμένει στην απάντησή σου μια ανέλπιστη πικάντικη λεπτομέρεια που θα τον συνδέσει απευθείας με τη μυθολογία των άρρητων σεξουαλικών μυστηρίων των πασάδων και των χαρεμιών. Μια ματιά από την κλειδαρότρυπα στις άγραφες καθημερινές σελίδες της ανομολόγητης Ιστορίας που δεν εξετάζεται στις Πανελλήνιες. Το πιο πιθανό είναι να τον απογοητεύσεις. Το χαμάμ σημαίνει κατ’αρχήν την απόλυτη τρέλα των τούρκων με την καθαριότητα. Κληρονομιά από τους Ρωμαίους και τους Βυζαντινούς. Ο λόγος που οι Ελλαδίτες αποκαλούσαν τις προγιαγιάδες μας που ξεκουβαλήθηκαν από κείνα τα μέρη «παστρικιές». Και κατά δεύτερον σημαίνει κοινωνικότητα. Πάω να βρω τις φιλενάδες μου και τους φίλους μου αντίστοιχα, στην ουσία πάω για λίγο να ταυτιστώ με τους ομοίους μου, σε μια κοινωνία που-σαν να είχαν δίκιο-τα δύο φύλα ακολουθούσαν παράλληλες κοινωνικές πορείες, συνευρισκόμενοι για τα απολύτως απαραίτητα της καθημερινότητας και της διαιώνισης του είδους.
Φτάνεις, λοιπόν, με τη λαχτάρα να δοκιμάσεις. Λίγο, όμως που είσαι σε ξένο-και δη μουσουλμανικό-έδαφος, λίγο κάτι αοριστίες που έχει πάρει το αυτί σου, σε πιάνει κάτι σαν δέος, κάτι σαν δισταγμός, σαν την αγωνία που προηγείται της πρώτης επίσκεψης της ζωής σου στον γυναικολόγο. Γι’αυτό καλό είναι να ξέρεις λίγο τη διαδικασία από πριν και ν’αρχίσεις από ένα tourist friendly μεν, παραδοσιακό δε χαμάμ του ιστορικού κέντρου, όπως το Cemberlitas, χτισμένο από τη σύζυγο του σουλτάνου Σελίμ του 2ου, το 1584. Την άλλη μέρα θα συνεχίσεις τη μύηση στο Cagaloglou, το οποίο είναι εξ’ίσου τουριστικό αλλά λιγότερο της ξεπέτας στις προσφερόμενες υπηρεσίες, συν του ότι θα ψηθείς στα ίδια μάρμαρα που πριν από σένα κατέθεσαν τα νεκρά τους κύτταρα, ο Λίστ, Ο Εδουάρδος ο 8ος και ο κάιζερ Γουιλιέλμος ο 2ος. Από την τρίτη μέρα μπορείς πια να ξεθαρρέψεις, να περιπλανηθείς στις εκτός τουριστικού κλοιού γειτονιές και να σπρώξεις την πρώτη πόρτα του όποιου συνοικιακού χαμάμ θα πέσει στα πόδια σου μαζί με τους ανθρώπους της γειτονιάς. Οι επιλογές, άπειρες: (Gedikpasa, Kadirga, Tarihi Hocapasa). To τι πρόκειται να σου συμβεί, θα στο εξιστορήσω από την απολύτως γυναικεία μου πλευρά ευθύς αμέσως: τα αγόρια ας μεταφράσουν το ίδιο στα αντρικά, από απολύτως έγκυρες και διασταυρωμένες πληροφορίες.
Σπρώχνω την πόρτα, παίρνοντας μια βαθιά χαλαρωτική ανάσα, κομμάτι της άσκησης θάρρους που απαιτεί το άβατο ενός σχεδόν θρησκευτικού μυστικού.
Η αίθουσα είναι μισοσκότεινη, μυρίζει εκκλησία, ο μόνος ήχος, το νερό του μικρού συντριβανιού στη μέση του ψηφιδωτού δαπέδου. Εξι επτά κορίτσια, σύσσωμο το προσωπικό, με χαιρετούν στη γλώσσα τους, κανείς εδώ δε μιλά λέξη ξενική. Με κατευθύνουν στο μικρό ξύλινο γκισέ. Οσο διαβάζω τον κατάλογο-μενού με τις προσφερόμενες υπηρεσίες, νοιώθω τα βλέμματα των κοριτσιών σαν καρφάκια, να διαπερνούν τα ρούχα, τα μαλλιά, τα παπούτσια, την τσάντα μου. Συνωμοτικά γελάκια, σημειολογούν το στάιλιν της ξένης. Παίρνω μια απ’όλα. Φουλ σέρβις, και λούσιμο και πλύσιμο και μασάζ. 15 ευρώ. Μου δίνουν το pestemal, το παρεό που θα περάσω γύρω από τη μέση μου και τα παραδοσιακά ξύλινα τσόκαρα του χαμάμ. Αλλάζω στο μικρό αποδητήριο. Πανικός: κι άμα με κλέψουν, πού θ’αφήσω την τσάντα μου με τα λεφτά και τα διαβατήρια; Τώρα ξέρω ότι, όχι, κανείς δεν πρόκειται να σε κλέψει.
Σπρώχνω μια πόρτα, μετά μια δεύτερη, βαριά: οι ατμοί θολώνουν τα μάτια, η αφόρητη ζέστη το μυαλό μου. Πατώ σε ζεστό μάρμαρο, όλα είναι μαρμάρινα, μέχρι ψηλά στον ουράνιο θόλο, και λευκά. Ένα τεράστιο κυκλικό μαρμάρινο υπερυψωμένο αστέρι στη μέση. Σπρώχνω με δυσκολία τα ξύλινα τσόκαρα στο βρεγμένο έδαφος. Η κοπέλα που με συνόδεψε έχει εξαφανιστεί. Στέκομαι γυμνή, ανίσχυρη και απόλυτα μικρή, δίπλα στο αστέρι. Προσπαθώ να κερδίσω χρόνο, να δω τις άλλες. Ντρέπομαι, αλλά παραδόξως καμία δεν με κοιτά, δεν ασχολείται μαζί μου. Χωρίς το ευρωπαϊκό μου στάιλιν είμαι απλά μια γυναίκα. Δική τους. Η όχι. Δεν έχει σημασία.
Στρώνω το παρεό μου πάνω στο αστέρι και ξαπλώνω. Οσο προχωράς στο κέντρο, το μάρμαρο καίει πιο πολύ, σχεδόν αφόρητα. Η αναπνοή μου γίνεται γρήγορη, η καρδιά μου χτυπά σαν τρελή, όλα τα υγρά του σώματός μου έχουν κυλήσει στη λάβα του μάρμαρου. Σηκώνομαι απότομα έτοιμη να το βάλω στα πόδια. Δεν αισθάνομαι καλά, φοβάμαι ότι θα πάθει κάτι η καρδιά μου, για πόση ώρα πρέπει τώρα να μείνω εδώ ακίνητη και τι θα σκέφτομαι και με τι θα γεμίσω το κενό του θολωμένου χρόνου; Ευρωπαϊκές ερωτήσεις στο λάθος έδαφος. Κλείνω τα μάτια στα πρόθυρα της λιποθυμίας, μια ευεργετική ριπή νερού κυλά ανακουφιστικά στην πλάτη μου από ένα σκαλιστό ασημένιο τάσι. Τα ανοίγω έκπληκτη. Ένα γλυκό ήρεμο χαμόγελο μου εξηγεί σε άπταιστα τούρκικα που παραδόξως κατανοώ απόλυτα ότι πρέπει να πάρω κι εγώ ένα τέτοιο, να το γεμίζω στις ολόγυρα βρυσούλες και να βρέχομαι ανά τακτά διαστήματα αν δεν θέλω να πάθω αποπληξία.
Αρχίζω να χαλαρώνω, να αποποιούμαι σταδιακά την υστερική μου ταυτότητα, του χρόνου που κυλά σε ορισμένα μισάωρα συγκεκριμένων δραστηριοτήτων και η καρδιά μου βρίσκει τους κανονικούς της ρυθμούς.
Το φως κυλά σε κάθετες λευκές ακτίνες από τις στρογγυλές τρύπες της οροφής. Θέλω να κλείσω τα μάτια, να χαλαρώσω, να σκεφτώ τη ζωή μου, κάτι αποφάσεις που πρέπει να πάρω, και κάτι τέτοιες μεταφυσικές αηδίες. Δεν μπορώ, ευτυχώς. Γιατί δίπλα μου είναι εκείνα τα δυό κορίτσια, η μία λούζει την άλλη με απαλές, τρυφερές κινήσεις, το πράσινο κουτί του Palmolive ηχεί παράταιρο πάνω στα αιωνόβια μάρμαρα, μιλούν ψιθυριστά, κάπου κάπου γελούν, το γέλιο αντηχεί ιερόσυλα περίπου, όπως το βήξιμο στην εκκλησία, σπάει στους ψηλούς τοίχους, επιστρέφει σε ιερή σιωπή.
Μια υπέρβαρη Λωξάντρα κοντά στα 80, με δυό τεράστια λευκά γυμνά στήθη σαν πλανήτες, ρίχνει πάνω της νερό εκβάλλοντας μικρές κραυγές ανακούφισης, σαν προσευχές. Αγέλαστο, ταλαιπωρημένο πρόσωπο, πικραμένα μάτια. Σαν να ζει την τελευταία ηδονή μιας βασανισμένης ύπαρξης. Θέλω να τις κοιτώ. Και τις άλλες. Που κάνουν χαλάουα η μία στην άλλη. Παντού, μα παντού. Με βλέπουν που τις καρφώνω και μου προτείνουν να το κάνουν και σε μένα. Δέχομαι. Κοιτούν με αποτροπιασμό τα ξυρισμένα μου πόδια και με κάνουν να νοιώθω αρσενική στον ανυπέρβλητα θηλυκό τους κόσμο. Κουβέντες χαμηλές, συνωμοτικές. Κουτσομπολιά ναι, αλλά σε όσα λιγοστά ντεσιμπέλ χρειάζονται για να μην διαταραχτεί η θρησκευτική ατμόσφαιρα του τοπίου. Το δικαίωμα της διπλανής σου στη χαλάρωση.
Μια κυρία μου ζητά με νοήματα να εξετάσει την πιάστρα των μαλλιών μου. Της την χαρίζω. Για αντάλλαγμα, μου δωρίζει το πήγαινέλα μέχρι τη βρυσούλα, τη διαδικασία του να με βρέχει με το ευεργετικό νερό. Η άλλη δίπλα περνάει με χένα τα μαλλιά της τρίχρονης κορούλας της. Στην αναμονή της βάφει κόκκινα φλογερά τα νύχια. Η μικρή καμαρώνει σαν εκκολαπτώμενη πεταλούδα στα μυστικά της γυναικείας φιλαρέσκειας. Μάνα και κόρη μια συνωμοσία. Και τότε μπαίνει η κοπέλα του χαμάμ.
Με τρίβει απελπιστικά με το ειδικό γάντι. Το πάτωμα γύρω μου μαυρίζει από μακαρόνια βρώμας και νεκρών κυττάρων. Ντρέπομαι. Γελάει. Ετσι είσαστε εσείς οι ξένες λέει και συνεχίζει μέχρι που έχω γίνει κόκκινη σαν αστακός. Μετά με πλένει. Με σαπουνίζει σκάζοντας πάνω μου μια λεπτή βαμβακερή σακούλα γεμάτη σαπουνάδα. Ξανά και ξανά. Ξαναντρέπομαι. Πολύ αυτή τη φορά. Σαν κάποιος παρείσακτος να εισχωρεί στα μυστικά του σώματός μου, πιέζοντάς με σε διαδικασίες που έχουν τελειώσει κάπου εκεί στο πρώτο ξύπνημα της εφηβείας. Είναι σα μαρτύριο που θέλω να τελειώσει γρήγορα. Χάνω την απόλαυση. Θα την ξαναβρώ την επόμενη φορά. Όταν θα έχω παραδεχτεί. Να αφήσω κάποιον που δεν ξέρω να με φροντίσει. Να μου δώσει χαρά. Ανακούφιση. Αγγιγμα στοργικό. Χαλάρωση. Εκεί πάνω στη ζεστή πλάκα, κοιτώντας τα μαύρα μακαρόνια της βρωμιάς συνειδητοποίησα πόσο δύσκολο είναι για τον διεστραμμένο δυτικό να μάθει να Δέχεται. Μετά, τρία χέρια λούσιμο. Με απαλό μασάζ. Μετά ξέπλυμα. Μετά μασάζ πάνω στη βρεμένη ζεστή πλάκα. Μετά σαν να με παίρνει ο ύπνος. Η κοπέλα φεύγει. «Κάτσε όσο θες. Σε περιμένω έξω για το μασάζ».
Αφού χάσω τον κόσμο, όσο αντέχω για μια πρώτη φορά, ξεπλένω και το τελευταίο μόριο βρώμας από πάνω μου, φοράω το παρεό μου και εξέρχομαι στον παγωμένο κόσμο. Ένα χέρι με χαιρετά. Δεν ξέρω ποιανής είναι μέσα στους ατμούς. Η κοπέλα με στριμώχνει στο κρεβάτι, πίσω από ένα στριμόκωλο παραβάν, με αλείφει με λάδια μυρωδάτα, με τρίβει. Το παραδοσιακό μασάζ στα χαμάμ δεν έχει σχέση με τα σιάτσου, και όλες αυτές τις εναλλακτικές θεραπείες που εσχάτως μας δίδαξαν στη χώρα μας τα απανταχού spa. Ασχετα αν πλέον στα νέου τύπου spa-χαμάμ των μεγάλων ξενοδοχείων εφαρμόζονται όλα τα σιατσοειδή, μασάζ με πέτρες κι όλ’αυτά τα μοντέρνα και πανάκριβα που στην ουσία σημαίνουν το τέλος της παράδοσης. Είναι μασάζ τονωτικό, αθλητικό το λες, σοφό και πρωτόγονο ταυτόχρονα, να τρίξουν τα κόκαλα, να κυκλοφορήσει πάλι το αίμα στις φλέβες σου να εγκαταλήψεις το μέρος γεμάτος ενέργεια και αισιοδοξία.
Οι ατμοί έχουν φροντίσει ήδη το άδειασμα του κεφαλιού σου από τις περιττές σαχλαμάρες. Η κοπέλα σχολιάζει την ποιότητα του δέρματός μου, την κυτταρίτιδα, της αρέσει πολύ, λέει, το στήθος μου, το αγγίζει απαλά. Μερικές αυτό θα το έλεγαν και «πέσιμο». Αυτές που έχουν ξεχάσει την οικειότητα των σωμάτων, τη ιδιαίτερη γυναικεία συνωμοσία των φιλενάδων. Που δεν κάνουν καριέρες και που διαθέτουν άπειρο χρόνο στη γυναικεία τους φύση. Να μετά πώς βγαίνουν οι μυστήριες φήμες. Που βέβαια ισχύουν κατά περίπτωση και μόνον εάν είσαι αγόρι με ιδιαίτερες προτιμήσεις σε ειδικευμένα χαμάμ, όπου πας εν πλήρει γνώση και ευθύνη σου, όπως στο υπερσύγχρονο και καθόλου παραδοσιακό χαμάμ, που μάλλον ζακούζι είναι, του Swisshotel, ας πούμε.
Μετά το μασάζ, λοπόν, ντύνομαι. Βγαίνω στην αίθουσα και πάω να φύγω. «Πού πας, με φωνάζουν τα κορίτσια. Στο δίσκο αχνίζει το apple tea μου. Kάτσε να χαλαρώσεις, να συντονιστείς πρώτα με το έξω. Μη βιάζεσαι. Μαζεύονται γύρω μου, με ρωτούν διάφορα γυναικεία, αγγίζουν τα ρούχα μου, θέλουν να δουν τι έχω στη τσάντα μου. Απαντώ όπως-όπως. Φιλεναδίστικη διεθνής οικειότητα, και ο ήχος του συντριβανιού. Στα πιο τουριστικά εδώ παίζουν μουσική. Από κλασική μέχρι Scorpions και Duran-Duran. Χτυπά το κινητό μου. Ο φίλος που με συνοδεύει και όλη αυτή την ώρα βρισκόταν στην αντρική πτέρυγα. Εξαλλος. Εγκατέλειψε στα μισά και έφυγε, διότι δεν ανέχτηκε, λέει, τα ξένα βέβηλα χέρια πάνω στην ιδιωτικότητά του.
Διότι ακριβώς, το χαμάμ είναι εμπιστοσύνη στα ξένα χέρια, κάτι σαν θρησκεία αδελφότητας, συνωμοσίας και αγάπης σ’έναν κόσμο που αδιαφορεί για τη μοναξιά και τις μοναχικές διαδικασίες. Θέλει κότσια και την ίδια ιερή εμπιστοσύνη που αποτείει ο πιστός στον Κύριό του την ώρα της προσευχής. Αλλά πόσοι από μας πλέον εμπιστεύονται την προσευχή;
Cemberlitas Hamami, Vezirhan Caddesi 8, Divan Yolu, τηλ.: 212 522 7974, 15 ευρώ το φουλ σέρβις. Ανοιχτό καθημερινά από 6π.μ.-24μ.μ. www.cemberlitashamami.com.tr