Θεσσαλονίκη. Η μέρα τέλειωνε αργά μετά από εκατομμύρια δουλιές, κουρασμένα, με πολλά χασμουρητά αλλά και μια πείνα από κείνες τις γενναίες, όταν ξαφνικά θυμάσαι πως δεν θυμάσαι πότε ήταν η τελευταία φορά που έβαλες κάτι στο στόμα σου. Το πρωί, ήμουν σε ένα καφέ. Πλάι μου πέρασε ένα αλλόκοτο αγόρι με ένα πανέμορφο σκυλί, ανάκατα σγουρά μαλλιά πιασμένα σε κότσο, ξεχειλωμένο πουλόβερ, από αυτά που πουλάνε κολιέ με χάντρες στα εναλλακτικά φεστιβάλ. Με χαιρέτησε και με κάλεσε να περάσω να δοκιμάσω την πίτσα που κάνει (την καλύτερη στην πόλη μου σφύριξαν μετά οι κουμπάροι μου που ξέρουν). Κοίτα να δεις και δεν του φαίνεται, πιο πολύ τον φαντάζεσαι να σου ζητά κανένα ευρώ, πέρασε από το μυαλό μου, αλλά στο μεταξύ ήδη είχα αποφασίσει να τη δοκιμάσω εκείνη την πίτσα, αυτό μου σφύριξε το μαύρο σαν κάρβουνο βελούδινο βλέμμα, μια γλυκιά απροσποίητη ευγένεια που κυλούσε από πάνω του ως το λουρί του σκύλου.
Μια τρύπα πρόσοψη, στη Βαλαωρίτου, ένας μπουντουάρ πολυέλαιος, ο σωστός φούρνος, στην προθήκη κομμάτια οι πίτσες, ο Mανώλης Graf με λευκή ποδιά, η πόρτα, δυό τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο. Καταβροχθίζω στο όρθιο ένα κομμάτι με ολόφρεσκη μοτσαρέλα, ντοματίνια και ολοζώντανο βασιλικό, στεγνή, ψωμένια και τραγανή σαν αυτή που βρίσκεις στους δρόμους της Ρώμης, επιστρέφω, κανονίζω άλλο ένα κομμάτι με προσούτο και φρέσκια ρόκα από πάνω, μετά άλλη μια με ταλιατέλες από κολοκυθάκι, μοτσαρέλα και ντοματίνια και βασιλικό και μετά μου λένε, α!!!! πρέπει να δοκιμάσεις την ταρτούφο με λάδι τρούφας. Ως και έπραξα και από ντροπή να μη μου βγει το όνομα δεν πήρα και τη γλυκιά με τη Νουτέλα, ξέρεις αυτές οι αληθινές πίτσες με τα πιο-εξαιρετικά-δεν έχεις υλικά, τρώγονται σε ανυπολόγιστες ποσότητες, αφού ούτε λιπαρά, ούτε λιωμένα τυριά σε φορτώνουν, μόνο μια ανυπέρβλητη χάρη.
Μετά ξαπλώθηκα στο τραπεζάκι-πεζοδρόμιο σαν κροκόδειλος, να πιω και μια μπύρα. Ήρθε ο Μανώλης, μου έλεγε που δούλεψε με τον Μπουλιάνι, που πέρασε από το master chef -να λοιπόν, από κει θυμόμουν αυτό το ανεπανάλληπτο, τσαχπίνικο, ναζιάρικο, σκοτεινό και φωτεινό συνάμα μουτράκι!-που ξέρει την υψηλή ιταλική κουζίνα και που τώρα πουλάει τη δική του πίτσα με το κομμάτι, που γίνεται χαμός αλλά αυτός λεφτά ακόμα δεν είδε να περνούν από τα χέρια του (και δεν πρόκειται να δει, αφού πουλάει high γαστρονομία σε τιμές “μια στα γρήγορα”).
Στο μεταξύ, η μισή Θεσσαλονίκη στριμώχνεται γύρω από τις καρέκλες μας για μια πίτσα, μερικές κουβέντες, αρκετά γέλια και πολλές χαιρετούρες, να σου εμφανίζεται κι ο Βασιλάκης (Καλλίδης) με ένα τηλεοπτικό συνεργείο υποχρεώνοντας τον Μανωλάκη σε μια μεταμεσονύχτια κρίση δημοσιότητας, μετά όλοι μαζί ξαναπίνουμε μπύρες. Ο Μανώλης πετάγεται στο απέναντι La Dose (το πιο κάτι ανάμεσα σε Άμστερνταμ και Παλέρμο μπαρ της πόλης), φέρνει κάτι σε dry martini. Έρχεται στη παρέα και μια πανώρια κοπελιά, η κοπέλα του, που μπράβο πώς την τύλιξε γιατί είναι και χρυσό παιδί, ακούω μουσικές φανταστικές ή από απέναντι, αδιευκρίνιστο. Τα ωραιότερα πάρτυ γίνονται στο κουτουρού και το ξεκούδουνο, σε ένα πεζοδρόμιο με άγνωστους και φρέσκιες γνωριμίες, είναι ακόμη χειμώνας αλλά η νύχτα μας κάνει τη χάρη να είναι ολόγλυκια και καθόλου σαλονικιά.
Πηγαίνοντας για μια Poselli πίτσα να είσαι ανοιχτός σε όλα τα ενδεχόμενα!
Poselli, Βηλαρά 2, 2314019687