Καθημερινή βράδυ, στα εστιατόρια της γειτονιάς, άδεια τραπέζια. Στην αυλή της Ντίνας, πάλι, ο κανίς- Μαξ επί της υποδοχής, δεν προλαβαίνει τα γαβγίσματα. Η Ντίνα, σε ένα απόλυτο one woman’s show μοιράζει ρακές, πακετάκια για το σπίτι «να το πάρεις αύριο στο γραφείο, δεν πετιέται τέτοιος κόκορας!», πειράγματα, ευφυολογήματα, χαμόγελα και μαλώματα, νουθεσίες κι αγκαλιές και ντοματοκεφτεδάκια όλο δυόσμο-που μόλις βγήκαν από το τηγάνι.
Εξαφανίζεται πάλι πίσω από τις σχάρες της-σε λίγο βγαίνουν οι πιο αριστοτεχνικά ψημμένες σαρδέλες της πόλης-, τα τηγάνια και τις κατσαρόλες της, μόλις τώρα έβαλε να ξαναγεμίσει κολοκύθια που έφτασαν νύχτα από το μποστάνι της στη Σαντορίνη. Ένα ρεφρέν στο ράδιο τη μερακλώνει, ξαναβγαίνει για δυό κουβέντες, όλοι εδώ είναι δικοί της, ξέρει τί έφαγαν χθες το μεσημέρι για να τους ψήσει κάτι διαφορετικό σήμερα. Τόσα άστοχα που έχουν ειπωθεί για την «κουζίνα της μαμάς», διστάζεις να κολλήσεις τον όρο στα γεμιστά με το στακάτο ρύζι και τα αρώματα, στα αιθέρια σουτζουκάκια που λιώνουν σαν σύννεφο πάνω στη γλύκα της φρέσκιας ντομάτας, στον μελωμένο κόκορα με το χοντρό μακαρόνι, στα πιο μαγικά τυροπιτάκια με το τραγανό, χειροποίητο φύλλο. Όμως, αυτή την κουζίνα δεν μπορείς να την περιγράψεις αλλιώς, παρά μόνο σαν την πιο ευτυχισμένη στιγμή της σπιτίσιας, παραδοσιακής νοστιμιάς. Ο γάβρος λαδορίγανη ζουμερός κι ανάλαφρος μ’όλη την ευλογία του ολόφρεσκου ψαριού, τα λαχανικά από το μποστάνι μαγεύουν τη χωριάτικη που πριν από τη γεύση σε φλερτάρει με τα ολοζώντανα χρώματά της-σαν ζωγραφιά. Η τέχνη μιας μαγείρισσας που για ώρες μπορεί να σου αναλύει τη διαφορά ανάμεσα στο δυόσμο και τον μαϊντανό, εδώ ανασταίνει όλο το οικογενειακό νόημα της παλιάς ταβέρνας, που εκτός από το στομάχι ήξερε να φροντίζει με θέρμη τη ψυχολογία του πελάτη. «Στις δύσκολες μέρες, λέει η Ντίνα, δεν αρκεί να μαγειρέψεις σωστά έναν κόκορα με μακαρόνια. Πρέπει να παρηγορήσεις, να διασκεδάσεις, να φροντίσεις τον κόσμο σου». Και σε κερνάει γενναιόδωρα, ζεστό ακόμη, το γλυκό κουταλιού κυδώνι με την αρμπαρόριζα. Το σουξέ της που ποτέ δεν πρόλαβε να κρυώσει αφού περνά σούμπιτο από την κατσαρόλα στη λαχτάρα των πιστών της θαμώνων.
Αχαιών 38, Π. Φάληρο, 2109311994