Αντικολλητικά έξυπνα τηγάνια με δείκτη θερμοκρασίας, πήλινες γάστρες, μαντεμένια τηγάνια, κατσαρόλες από ανοξείδωτο ατσάλι και τηγανοκατσαρόλες με γυάλινο καπάκι. Απ’όλα τα μοντέρνα διαθέτει το οπλοστάσιο της κουζίνας σου. Τα χάρηκες όλα από μια φορά κι ύστερα τα άφησες να κάνουν παρέα με τη σκόνη στα άδυτα των ντουλαπιών. Γιατί πάντα θα επιστρέφεις σε κείνη. Την γριά κότα που έχει το ζουμί, την κατσαρόλα στη φάση της τρίτης ηλικίας με όλα τα κουσούρια των γηρατιών: το ένα χερούλι της έφυγε, για καπάκι της απομένει μια όρθια βίδα, το άλλο χερούλι τρίζει ξεχάρβαλο και απειλητικό σε κάθε άγγιγμα. Σε κάθε χρήση κινδυνεύεις να σε στείλει με έγκαυμα στον Ευαγγελισμό κι όλο ορκίζεσαι πως τελευταία φορά που ψήνεις φασόλια στα χωρικά της ύδατα. Μέχρι να ξαναβάλεις στη φωτιά το κοτόπουλο της επόμενης μέρας. Δεν θυμάσαι πότε και πού την αγόρασες-ή μήπως ήταν γαμήλιο δώρο; Όμως μόνο με κείνη ταίριαξες. Γιατί χωράει ένα κοκκινιστό για δυό αλλά και σούπα για ένα λόχο. Ψήνει ινδικό κάρυ για 10 αλλά και ένα ρυζάκι της μοναχικής βραδιάς. Και δεν κολλάει, δεν καίει, δεν θα σε εκδικηθεί άμα ξεχαστείς στο τηλέφωνο. Στον πάτο της διαβάζεις όλες τις συνταγές σου, μνήμες από γιορτινά τραπέζια και μαζώξεις, την πρώτη ψαρόσουπα του παιδιού σου που τώρα πάει λύκειο. Από όλες τις κομψές νεότερες ανταγωνίστριες στο ράφι, μόνο εκείνη σου μιλάει. Σου έχει μάθει μέχρι πού να τη γεμίσεις για να μην εκραγεί, πόσο νερό αντέχει για να μη σου βγάλει το κοκκινιστό νερομπούλι, πόσο κρέας μπορεί να ροδοκοκκινίσει χωρίς δυσμενή απρόοπτα. Σαν τις παλιές μαγείρισσες ψήνει το καλύτερο φαγητό. Με την πρώτη ευκαιρία θα την πετάξεις. Στο βάθος, ξέρεις πως θα γεράσεις μαζί της.