domates

To καλοκαίρι βαριέται τη μαγειρική, δεν του αρέσει να ιδρώνει πάνω από φωτιές. Προτιμά να κόβει τα πρωινά σύκα κατευθείαν από το δέντρο και να δαγκώνει κατακόκκινες ντομάτες κλεμμένες από το μποστάνι.

 

Οι οικοδεσπότες ήθελαν να μας τιμήσουν. Να βγάλουν για μας στο τραπέζι το «ό,τι καλύτερο». Η «ψαρούκλα», από κείνες που περιγράφεις «να! μετά συγχωρήσεως» ήρθε να ξαπλώσει στη μέση του τραπεζιού σχεδόν σε φορείο, δίμετρη καλλονή του Αιγαίου, που να βρεις γοβάκι-πιατέλα στα μέτρα της. Πρώτες ζεστές βραδιές ενός καινούριου καλοκαιριού, από το κοσμικό ντεκ η νύχτα αδειάζει τα φώτα της στο σκοτεινό νερό κι όλα μπορούσαν να είναι ονειρικά αν η καλλονή τηρούσε τις ηδονικές υποσχέσεις της. Χάρτινη, ανούσια και ανοργασμική μας άφησε με τον πόθο στο στόμα, ό,τι λάμπει δεν είναι ιώδιο, ούτε φώσφορος πελαγίσιος. Πού ένα γαβράκι, μια σαρδέλα, μια μαρίδα τραγανή! Πλην όμως, ο έλλην το μεγαλείο το υπολογίζει με το μέγεθος. Που μπορεί να μετράει στο κρεβάτι, όμως όχι και στο τραπέζι. Ο γευστικός μου εγκέφαλος, σαν πεισμωμένο παιδί, μέσα από κάθε μπουκιά απαιτούσε τη ζωντάνια της θαλασσινής φρεσκάδας. Κι όσο έμενε νηστικός γύριζε πίσω, σε νοστιμότερες ώρες. Τότε, που ξεθεωμένη από το κολύμπι κάθισα να ξεκουραστώ στο βράχο με τις πεταλίδες. Με μια πέτρα ξεκόλλησα την πιο πρόθυμη και λίγο η παραζάλη του ντάλα ήλιου, λίγο η άγρια πείνα της άσκησης, την έφερα στο στόμα. Εκείνη που όταν παλιότερα μου τη σέρβιραν σε επιφανές ριζότο με άφησε παντελώς αδιάφορη με την καουτσουκένια ανοστιά της. Μάσησα το ιώδιο αφτιασίδωτο και αίφνης έννοιωσα Γοργόνα και Νηρηίδα, μια νοητή συνέχεια κι εγώ του υγρού στοιχείου που χάιδευε τα πόδια μου, έγινα το ιώδιο, έγινα θάλασσα, πλημμύρισα τη γεύση της τρικυμίας. Σε παρόμοια θερινή έκσταση, έκλαψα πικρά τους αχινούς που είχα ως τότε καταναλώσει με ψωμιά και λαδολέμονα, όταν δοκίμασα αυτούσιο-με τα περιττώματα και ιδανικότερη μπουκιά του λατρευτού εχινόδερμου-τον πρώτο αχινό που έβγαλα μόνη μου από το βυθό, σπάζοντάς τον άγαρμπα με μια πέτρα. Όσα σύκα και να σου σερβίρουν μέσα σε σαλάτες με ρόκες, μανούρια, μπαλσάμικα και φρεσκοτριμμένα πιπέρια, εκείνο το κακομαθημένο γευστικό σου υποσυνείδητο θα ζητά πάντα τα σύκα που τσάκισες επιτόπια στην πρωινή δροσιά μιας συκιάς στην εξοχή. Κι όσες σφιχτές, κόκκινες και γλυκές σαν ζάχαρη ντομάτες σου τύχουν στις χωριάτικες της ζωής σου, πάντα η μνήμη του ουρανίσκου θα επιμένει στον αγιάτρευτο έρωτά της για κείνη τη ντομάτα που γέμισε με τα ζουμιά της το μακό σου, άπλυτη, ανάλατη και αφτιασίδωτη, με τη χλωροφυλλική ευωδιά της ντοματιάς στο δέρμα της, ζεστή από τον ήλιο μιας καλοκαιρινής βόλτας σε κάποιο μποστάνι.

Ο χειμώνας σε κλείνει στη ζεστασιά του καλοριφέρ, σε απομονώνει από την πηγή της πρώτης ύλης, σε ξεκόβει από τη φύση, σχεδόν δεν ξέρεις πώς μοιάζει το μποστάνι με τα καρότα που βάζεις στη σούπα σου. Το καλοκαίρι είναι διάφανο. Οι διακοπές αναγκαστικά θα φέρουν και τον λιγότερο φυσιοδύφη αστό σε στενότερη επαφή με την πηγή που τον τρέφει. Τα καλοκαιρινά βήματα σκοντάφτουν αδιάκοπα σε πιπεριές, ρίγανες, θυμάρια, κάπαρες, κερασιές, ροδακινιές, βερυκοκιές και μελιτζανιές, όταν οι κρύες μέρες πατούν μόνο σε άσφαλτο και σε τσιμέντο. Και τότε, η κουζίνα σχεδόν καταργείται, σχεδόν αχρηστεύεται σαν μεσάζοντας και μεσίτης της νοστιμιάς. Τα υπόλοιπα εναποτίθενται στο χέρι μιας άλλης πείνας, εκείνης της πρωτόγονης, της αδάμαστης, εκείνης που μεταμορφώνει σε υπέρτατη ηδονή μια γωνιά φρέσκο ψωμί με φέτα μετά το μπάνιο, όταν η πόλη της γαστρονομίας απαιτεί χορτάτους δοκιμαστές που θα κρίνουν με τη λεπτή λιγούρα της ευφυίας τις τεχνικές των σεφ και τις νουβοτέ της δημιουργικότητας. Ο καιρός καίει, ας βάλουμε το καρπούζι να κρυώσει στην ακροθαλασσιά κι ας κόψουμε τη φέτα στο χαρτί της. Με το χέρι.

 Δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ Γκουρμέ