Παλιότερα, που η μετάφραση αυτού του κόσμου ήταν ούτως ή άλλως πιο απλή, το καθημερινό μαγείρεμα δεν είχε «γιατί», παρά μόνο μια μονοδιάστατη σημειολογία. Η νοικοκυρά μέσα από την καθημερινή κατσαρόλα, και δίχως άλλη επιλογή, είχε να εξασφαλίσει τη διαιώνιση του οικογενειακού κυττάρου, κοινώς τη συντήρηση της ζωής. Κανείς δεν τη ρωτούσε-και πολύ λιγότερο η ίδια τον εαυτό της-αν σήμερα έχει όρεξη να πλάθει κεφτεδάκια κι η πιτσαρία της γειτονιάς ανήκε στη σφαίρα του Σταρ Τρεκ για τη γυναίκα της υπαίθρου στη δεκαετία του ’50. Στις μέρες μας, η απανταχού άνθιση του ντελίβερυ που φέρνει στην πόρτα μας-κακήν έως καλώς μαγειρεμένες-όλες τις κουζίνες του πλανήτη, έχει μεταμορφώσει το μαγείρεμα σε επιλογή, χόμπυ, φιλοσοφία και αμπελοφιλοσοφία σε λα μείζονα του μουσακά. Η αρετή μιας συζύγου δεν κρίνεται από το ταλέντο της στο φούσκωμα του κέικ η γειτονιά δεν είναι εκεί να ψηφίσει την καλύτερη στο άνοιγμα του πιο αέρινου φύλλου και γενικά η μετοχή της νοικοκυροσύνης αποτελεί καμμένο χαρτί στο Χρηματιστήριο της Κοινωνικής Αξίας. Στην κουζίνα πλέον δεν μπαίνεις από την πόρτα της ανάγκης αλλά από κλίση-μερικοί νοιώθουν μάγειρες από τη στιγμή που γεύονται την πρώτη τους φρουτόκρεμα-, από χόμπυ, επειδή διακρίνεις πάνω στο σώμα σου ανησυχητικά τα σημάδια των κορεσμένων λιπαρών του «έξω» φαγητού, επειδή το ψαγμένο φαγητό είναι μόδα, γιατί θεωρείται πλέον πολιτικώς ανορθόδοξο να τρέφεσαι με πατατάκια και τυρόπιτες αλλά και για κάποιους ασυνείδητους, λιγότερο πεζούς και ανομολόγητους λόγους. Αν πίσω από το γιουβαρλάκι μελετήσεις τον μάγειρα, θα διαπιστώσεις πως στον κόπο της μαγειρικής δεν μπαίνει απαραίτητα ο μερακλής καλοφαγάς-αυτός βολεύεται και με τις προσπάθειες των άλλων. Αλλά κυρίως ο ανασφαλής ματαιόδοξος. Τα συγχαρητήρια που συνοδεύουν ένα πετυχημένο κατσικάκι στο φούρνο είναι το γκραν-φινάλε στη σκηνή της ιδιωτικής κοινωνικής αναγνώρισης, το «εύγε» που σε χρήζει πρωταγωνιστή της βραδιάς, το προσωπικό σου Γουρχολικό τέταρτο της δόξας, που σου υπόσχεται να είναι και πάλι στο ραντεβού στο επόμενο-ακόμη καλύτερο- γιουβετσάκι, στον επόμενο-ακόμη τελειότερο-μουσακά. Η νοστιμιά έχει τη δική της εξουσία, κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα-κυριολεκτικά-και χτίζει τη φήμη σου. Ακόμη κι αν δεν διαθέτεις τα ηγετικά προσόντα να σύρεις τον άλλο από τη μύτη στο στίβο της ζωής, μπορείς να τον σύρεις από τον ουρανίσκο ή από το στομάχι, εξ’άλλου από την αρχή του κόσμου το φαγητό ήταν αλληλένδετο με την αρχέγονη δύναμη της επιβίωσης. Πίσω από την υποτιθέμενη ανιδιοτέλεια, τη δοτικότητα και όλα τα ευγενή συναισθήματα τα οποία παραδοσιακά συνοδεύουν τον καλοκάγαθο μάγειρα, κρύβεται μια πρέζα από την κατακτητική διάθεση του Ναπολέοντα, που διψά για αναγνώριση και επιβολή, όπως λέμε «με σκλάβωσε ο μπακλαβάς σου!». Γι’αυτό και πέρα από την ανασφαλή-κατά τα υπόλοιπα-οικιακή μαγείρισσα, η κουζίνα μπορεί να κερδίσει και τον αντίποδά της, τον επιτυχημένο του επαγγελματικού πεδίου, τον άκαμπτο επιχειρηματία, που στη μαγειρική διακρίνει άλλη μια πρόκληση που θα τον στέψει βασιλιά των θνητών του κύκλου επιρροής του. Το βολ-ο-βαν μεταμορφώνεται σε άλλο ένα ρινγκ, chalenge το προτιμά στη γλώσσα του, για μια ακόμα αποθέωση, μια ακόμη νίκη στη ματαιότητα των θνητών. Κι αν θεωρήσουμε ότι η μάνα είναι η μόνη που θυσιάζεται στο βωμό της φωτιάς χωρίς να περιμένει τα «μπράβο» του κοινού, ως μάνα έχω να καταθέσω ότι μια τόση δα άρνηση και μια γκριμάτσα αηδίας από το βλαστάρι σου, που μέσα σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου καταργεί κυνικά τις τρεις ώρες που πέρασες στην κουζίνα, μπορεί να σε ρίξει ψυχολογικά σε ανομολόγητα Τάρταρα, σε κρίσεις οργής και ανασφάλειας, να σε κάνει να χάσεις τη γη κάτω από τα πόδια σου. Δεν μπορεί να γήτεψες τριάντα καλεσμένους μαζί κι εκείνο να περιφρονεί έστω και τη δοκιμή μιας μπουκιάς. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με τη μητρική σου αγωνία μπας και μείνει νηστικό, αλλά με κάτι βαθύτερο και άκρως προσωπικό. Με χαστούκι στο μαγειρικό σου στάτους. Γιατί η μαγειρική, υπόγεια χρησιμοποιεί την αγάπη και τη βάζει στη συνταγή για να κλέψει την παράσταση.
(Δημοσιεύτηκε στο Βημα Γκουρμέ)