Το καράβι του τριήμερου του Αγίου Πνεύματος για τα Δωδεκάνησα ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Χιλιάδες κόσμος, μόνο στη Σύρο κατεβάσαμε 1700. Κι αυτό το καράβι δεν ήταν σαν εκείνα τα παλιά, που για να βγάλεις την καραβίλα από πάνω σου ήθελες τρεις μέρες καθαρμούς. Δεν ήταν από κείνα με το εστιατόριο-καντίνα που προσέτρεχες το βράδυ πεινασμένος για την ξακουστή καραβίσια μακαρονάδα του ανώνυμου καραβίσιου μάγειρα. Αυτό εδώ είχε αλυσίδες ταχυφαγείων, και γκουρμέ εστιατόριο με 18 ευρώ το μπιφτέκι στη γαστρονομική εκδοχή με λιαστή ντομάτα και ρόκα. Πάει το παλιό μπαράκι, με τη γυάλινη γεμάτη δαχτυλιές προθήκη που πουλούσε εκείνη την παλιά σφολιάτα-τυρόπιτα με φραπέ, τελεία και παύλα. Η κρίση στα πιο αιματηρά της και ωστόσο η πρώτη θέση δεν διαθέτει ούτε στασίδι, πολυμελείς οικογένειες και ζευγαράκια της εφηβείας ταξιδεύουν με την άνεση της καμπίνας και του βελούδινου σαλονιού της πλώρης με την πανοραμική θέα. Ούτε ένας υπνόσακκος, ούτε μια παρέα στο κατάστρωμα. ΔΝΤ ή όχι, όλοι θέλουν να ξεσκάσουν. Όμως, το οκτάωρο στο πλοίο αποδεικνύεται πολυέξοδο σπορ. Πριν ακόμη το καράβι σαλπάρει, τα παιδάκια συνωστίζονται στο μπαρ για αναψυκτικά, μπράουνις με σοκολάτα, γαλλικά φρέσκα κρουασάν και πατατάκια. Πλειστάκις, καθότι οι περιορισμένες δραστηριότητες στο πλοίο ανοίγουν την όρεξη. Κάθε επίσκεψη στο μπαρ και δεκάρικο για τον γονιό, που κι ο ίδιος διακατέχεται από το σύνδρομο του φρέντο-μετά σάντουιτς-μετά μπύρα-μετά πατατάκια-κι ακόμη δεν πιάσαμε το πρώτο λιμάνι. Στις 8.30 χτύπησε η ώρα του δείπνου. Κι όλος αυτός ο λαός, μια κωμόπολη ολόκληρη, πιάνει την ουρά στα εστιατόρια. Μιάμιση ώρα αναμονή και βάλε. Ο μηχανισμός της χόρτασης μιας τέτοιας μαζικής πείνας σχεδόν σου προκαλεί δέος. Όλοι στην ουρά για ένα double cheese ή ένα μπέργκερ με μπέικον. Δίπλα, φόρος τιμής στα παλιά, μια προθήκη με μαγειρευτά. Ουρά μηδενική, άθικτα τα ταψιά με το τας-κεμπάπ. Εγώ και μια γιαγιά μονάχα υποκύπτουμε στη νοσταλγία του καραβίσιου παστίτσιου. Το διόλου ευκαταφρόνητο δείγμα των χιλιάδων ταξιδευτών λέει πως ο έλληνας πια ορκίζεται στο αμερικάνικο φαστ, ξεχνώντας την κατσαρόλα, το φαί από τον τόπο του. Κι ύστερα τί σόι καλομαθημένη κρίση είν’αυτή; Δεν είδα ούτε ένα σάντουιτς να βγαίνει από τις τσάντες, ούτε ένα ταπεράκι να ξεμιτίζει από τις βαλίτσες, ούτε ένα σφιχτό αβγό, ούτε μια ντομάτα ούτε λίγη φέτα να θυμίζει τις όχι και τόσο παλιές εποχές, τότε που το φαγητό του ταξιδιού ήταν ακόμη υπόθεση σπιτική, καθώς τα λεφτά δεν περίσευαν, τότε που το ταξίδι μύριζε κεφτεδάκι με δυόσμο.
Δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ Γκουρμέ
Photo MAKOS