Στις μέρες μας, η σπιτική εθνική μας κουζίνα δεν μυρίζει ακριβώς το ντολμαδάκι της γιαγιάς, το οποίο «σηκώνει» πλέον μπόλικο ξύσμα λεμονιού, ίσως και λίγο σχοινόπρασο, και όλοι έχουμε βάλει κάτι από Λαζάρου στις κατσαρόλες μας.Στην εποχή του Τσελεμεντέ και της Παραδείση, η νέα νοικοκυρά που για πρώτη φορά άνναβε με καμάρι ηλεκτρικά τα μάτια της ολοκαίνουριας κουζίνας της αλλά και τα παλιότερα, ιουράσια χρόνια της μαγειρικής, τότε που η γιαγιά μας μαγείρευε στη στόφα, το πετρογκάζ και άνναβε με ξύλα την πυροστιά της, η συνταγή ήταν παράδοση! Μια σκυτάλη μυστική, κληρονομιά από τη μάννα στην κόρη, εφτασφράγιστο μυστικό που δεν το δανείζεις ούτε στη γειτόνισσα-και στην ανάγκη, άμα σε ρωτήσει, για να μην φανείς ακατάδεχτη, της παραλλάζεις δυό-τρία υλικά. Τα σπιτικά μαγείρευαν την παράδοση, επτά-οκτώ συνταγές σου λένε οι έρευνες, ένα εβδομαδιαίο μάντρα από φασολάδες, κοκκινιστά, λεμονάτα και μουσακάδες. Και να ήθελε η μοντέρνα μαγείρισσα να βάλει το ροκφόρ ή το ζαμπόν της πρωτοπορίας, κι όλα εκείνα τα ξένα και σοφιστικέ που διάβαζε στη «Γυναίκα», είχε πάνω από το κεφάλι της τον σύζυγο-που ήθελε το σουτζουκάκι όπως το έμαθε από τη μαννούλα του ή την πεθερά-που δεν τα έτρωγε αυτά!
Ο καιρός περνά, και όπως πια δεν φοράμε τα φουρώ του ’50, έτσι και δεν τρώμε ακριβώς όπως έτρωγε ο ελληνας του ’50-κρέας κάθε Κυριακή, Χριστούγεννα και Πάσχα. Τα περιοδικά της γεύσης, το internet, σωρό τα βιβλία και η τηλεόραση που αγόγγυστα διανυκτερεύει μαγειρικά, κρατώντας την κατσαρόλα της στην άσβεστη φωτιά όλο το εικοσιτεράωρο, έχουν αναλάβει να εκπαιδεύσουν τους νέους και άμαθους αλλά και να μετεκπαιδεύσουν με ένα ντοκτορά οικιακού Michelin τη μαμά μας και τις φίλες της.
Η νέα συνταγολογία δεν απευθύνεται πια στις «καλές της φίλες», όπως έλεγε παλιά η Χρύσα Παραδείση, αλλά και στους καλούς της φίλους, καθώς σε πολλά νοικοκυριά το αρσενικό γνωρίζει πια καλύτερα τη διαφορά του ποσέ από το σοτέ, ενώ η σύζυγος τρέχει και δεν προφταίνει στον αγώνα-εκεί-έξω της επιβίωσης. Η «νοικοκυρά» επιβιώνει ως όρος περισσότερο στις ηλικίες της σύνταξης, ενώ και τα παιδιά-ως κατ’εξοχήν τηλεορασόπληκτα όντα-φοράνε ποδιά σε mini size και σκαρώνουν μόνα τα cup cakes του πάρτυ τους.
Κι ενώ η κλασική νοικυρά έμπαινε στην κουζίνα με το παστίτσιο της μαμάς της γραμμένο καλλιγραφικά με πένα και μελάνι σε χαρτάκι λαδωμένο από χίλια πρώην παστίτσια, η δεκάχρονη ανηψιά μου μπήκε στην αρένα με ένα παγωτό μπανάνα με στέβια, σιρόπι αγαύης και πούδρα από κούκις. Το τραπέζι μας αλλάζει, όσο η παγκοσμιοποίηση χώνει τη μύτη της στην κουζίνα, όσο τα ράφια της αγοράς πλουταίνουν με τα καινοτόμα υλικά μιας νέας διατροφικής ευαισθητοποίησης-που καταναλώνει σούπερ-φουντς για να ζήσει χίλια χρόνια και ούτε να ακούσει για μαρούλι με φυτοφάρμακο.
Μέσα στον καλαματιανό της γαστρονικής πολυφωνίας, εκεί όπου στο facebook η συνταγή για μπράουνις έρχεται απρόσκλητη να χωθεί πριν το δράμα των προσφύγων και αμέσως μετά τα νέα του κάπιταλ-κοντρόλ, η ελληνίδα μητέρα πλήττεται και βάλεται περισσότερο, χαμένη στη μετάφραση μιας καταιγιστικής πληροφορίας. Γιατί όσα σούσι κι αν λιγουρευτείς, όσα νουντλς και να καταναλώσεις, πάντα μέσα σου θα ζητά εκδίκηση το γεμιστό και ο μουσακάς της μαννούλας. Θα της το παραγγείλεις τηλεφωνικά αλλά θα μείνεις με τη λαχτάρα και την απόγνωση παρέα, όταν διαπιστώσεις πως για να σε περιποιηθεί δεόντως, τα γεμιστά τα έκανε με κινόα και τον μουσακά με κιμά σόγιας. Στα παράπονά σου θα απαντήσει με το αφοπλιστικό δικό της παράπονο, πως έτσι είδε να τα κάνουν ο Άκης (Πετρεντζίκης) και η Ντίνα (Νικολάου) στην τηλεόραση. Επίσης, θα βάλει μαραθόσπορο στις σουπιές-ή αλλιώς “κάντο όπως ο Λαγός” και επειδή της περίδεψε μπόλικος, θα τον βάλει και στη χωριάτικη, θα ρίξει και λίγο πάνω στη φέτα και λίγο ακόμα περισευούμενο για να ζωντανέψει τις φακές που έψησε την προηγούμενη. Παρομοίως, θα σου μαγειρέψει stir-fry κινέζικο σε μορφή σούπας και θα μεταφράσει σε δικά της λόγια και με ό,τι υλικά έχει στο ψυγείο τη συνταγή του αγαπημένου της πρωινάδικου: «έφτιαξα το μπαβαρουάζ φράουλα της Αργυρώς αλλά αντί για φράουλες έβαλα σταφύλια, αντί για κρέμα γάλακτος γιαούρτι, αντί για τα μπισκότα που είπε ένα κέικ που μου βρέθηκε και σκέφτηκα να το σιροπιάσω κιόλας για να μη μου βγει στεγνό».
Στον αντίποδα της κλασικής, η up-dated εκδοχή της νέας, ενημερωμένης, ανήσυχης, πρωτοπόρας, νοικοκυράς, βιώνει τον μεγάλο έρωτα με ό,τι ακούει στο όνομα «2 ή 3 υλικά», «σε 10 λεπτά τρώμε», «συνταγές στο ώσπου να πεις κίμινο», «μαγειρική με 1 ευρώ», «φαγητό χωρίς μαγείρεμα», «γλυκό χωρίς θερμίδες», «κέικ χωρίς υλικά», «η έξυπνη βελουτέ που γίνεται μόνη της». Κάτω από τους σπαρακτικούς τίτλους του fb, «Σοκ από την παραίτηση Βαρουφάκη» και «Δέος για τον παιδοκτόνο της Καλαμάτας» θα βρεις οπωσδήποτε τη συνταγή «που έκανε παγκόσμια το διαδίκτυο να παραλληρίσει», την οποία θα μαγειρέψουν αυτοστιγμή και δίχως καθυστέρηση όλοι οι φιλόδοξοι της νοστιμιάς, ανταλλάσσοντας την επόμενη φωτογραφίες και απόψεις για το αριστούργημα των δύο υλικών και των πέντε λεπτών. Η βιαστική τούτη, γεύση, κερδίζει τις κουζίνες του επίσης βιαστικού σύγχρονου μάγειρα, ο οποίος δεν νοιάζεται σαν τη γιαγιά μου, να πάει γονατιστή στους σαρακατσάνους της Θεσσαλίας, αναζητώντας το καλύτερο βούτυρο για το μπακλαβά της αλλά αρκείται στην έννοια του γλυκού, όπως χρόνια τώρα την αντιλαμβάνονται οι αμερικάνοι, τουτέστιν ανακατεύω δυό έτοιμα μείγματα και να’το το γλυκό από τα χεράκια μου!
Οι συνταγές που «χάλασαν κόσμο» την τελευταία περίοδο
Το κέικ των 3 υλικών
Ανακατεύεις σε μπολ, 3 αβγά, 1,5 φλιτζάνι έτοιμη πραλίνα φουντουκιού και 1 φλ. αλεύει που φουσκώνει μόνο του, το βάζεις στη φόρμα του κέικ και ψήνεις 30 λεπτά στους 175.
Η τυρόπιτα των 2 υλικών
Κόβεις ένα φύλλο σφολιάτας στα 3 και τυλίγεις ρολάκια γεμίζοντας με φέτα ή με τριμμένα κίτρινα τυριά. Ψήνεις στους 180 για 15 λεπτά.
To κρουασάν σοκολάτα των 2 υλικών
Κόβεις ένα φύλλο σφολιάτα στα 3 και τυλίγεις ρολάκια γεμίζοντας με έτοιμη πραλίνα φουντουκιού. Ψήνεις στους 180 για 10-15 λεπτά.