th

Ένα έκτακτο επαγγελματικό και να’μαστε στην Αθήνα, ελπίζοντας-το λιγότερο δυνατόν. Η πόλη ιδρώνει κάτω από τόνους ζέστης, ο ιδρώτας κυλά στις πλάτες μας σαν σάκκος βαρύς γεμάτος με πέτρες, ένα βρώμικο κέντρο, άστεγοι, τζάνκια και σκουπίδια πιο πολλά από ποτέ, ανάμεσα στις κάμερες των τουριστών, φώτα αργά τη νύχτα στο Υπουργείο Οικονομικών-σαν φοβιστική συνεδρία για ένα ακόμη πιο δυσοίωνο μέλλον, μια βία στον άλλοτε γελαστό δρόμο, βλέμματα χαμένα, εκνευρισμός, μια θλίψη πιο γκρίζα πιο πηχτή κι από το καυσαέριο.

Οι αγαπημένοι φίλοι μιλούν για μια ξεπουλημένη χώρα, κανείς δεν έχει χρήματα να βγει να ξεσκάσει, η ψυχή όλων ένα κλάμα, οι περισσότεροι ψάχνουν λεφτά για ένα εισητήριο χωρίς επιστροφή στο αβέβαιο μέλλον ενός αποχωρισμού που δεν επέλεξαν. Εγώ κι ο Κώστας τους κοιτάμε, με το βλέμμα ακόμη γεμάτο από την ασημένια τροχιά του φεγγαριού πάνω στη θάλασσα της προηγούμενης νύχτας, με τη γαλήνη των βατράχων που μας νανουρίζουν τη νύχτα, με τον ήλιο του καταμεσήμερου γραμμένο στο δέρμα.

Θέλουμε να τους πούμε ότι για όλους υπάρχει ένα καθαρό σεντόνι και όλη η ευλογία της φύσης κατευθείαν από το μποστάνι και ένα καλό αλεύρι να ζυμώσουμε το δικό μας ψωμί και πολλές κρυστάλλινες θάλασσες να σβήσουμε τη θλίψη τους. Αλλά αυτά φαντάζουν γραφικά για έναν άνθρωπο της πόλης. Τα δικά σου λόγια του χωριού, μοιάζουν μικρά, μονοσύλλαβα, απλοϊκά.

Άλλα λόγια ν’αγαπιόμαστε, τους καλείς κοσμικά «για διακοπές» αλλά θα ήθελες να τους πεις. Πως εγώ δεν θα χαράμιζα με τίποτα την ωραία ωριμότητά μου για να προσθέσω ένα λιθαράκι στη δόξα μιας ξένης χώρας. Που μπορεί να σου δίνει μεγαλύτερο μισθό αλλά στον τρώει στους φόρους, στο τρελό ενοίκιο για μια τρύπα στο όνομα της αίγλης της, για να περνάς 3 ώρες σε ένα τρένο μέχρι να φτάσεις στη δουλιά σου. Για να σου λείπει η λιακάδα η δική σου, το γέλιο των φίλων και όσων αγαπάς.

Θέλω να τους πω πως κάθε γενιά σηκώνει το δικό της σταυρό στον κόσμο αυτό τον ατελή. Πως οι πρόσφυγες από τις άλλες πατρίδες έχτισαν μέσα στην καταφρόνια των εδώ ελλήνων, πολιτισμό, τέχνη, βιοτεχνία, βιομηχανία και γαστρονομία ξεκινώντας χωρίς τίπότα στον κόσμο από σκηνές βουτηγμένες στο βούρκο. Κι αυτό από αγάπη. Για τη ζωή. Γι’αυτή τη χώρα. Στο όνομα του Οδυσσέα που είναι ο Έλληνας.

Θέλω να τους πω πως όταν όλα δεν έχουν πια νόημα υπάρχει το νόημα του καθενός. Κι ας βρει ο καθένας τον δικό του τρόπο. Να μην χάσει από τα μάτια του τους ελαιώνες, τα πεύκα και στο βάθος τη θάλασσα. Τους φίλους που ζεσταίνουν την καρδιά. Τη γλώσσα που νοιώθει καλύτερα απ’όλες. Το «μαζί» που σ’αγγίζει μόνον στον δικό σου τόπο.