tra

Πιστός στην «ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε» θεωρία του Σάμιου φιλόσοφου, ο έλληνας καλοφαγάς γνωρίζει απέξω όλους τους κωδικούς του εθνικού «ζην ηδέως», τιμώντας κυρίως το αξίωμα που θέλει ένα κοκκινιστό να «μην αξίζει φράγκο» αν δεν το μοιραστείς με καλή παρέα.

Mέσα του επικρατεί μια δυσπυστία και ένας ακύρηχτος πόλεμος ενάντια στη σφαιροποίηση της φέτας-που την προτιμά πρόβεια, βουτυράτη και με αυθεντικό άρωμα στάνης-, τη φιλοσοφία του Φεράν Αντριά και των γάλλων που εφυήραν τις κουτσουρεμένες μερίδες-μια που η χόρταση ξεκινά πάντα από το μάτι και από τις πληθωρικές παραγγελίες. Το «παιδί φέρε ό,τι έχεις» είναι ο άριστος πρόλογος μιας συμποσιακής ευωχίας, κι ακόμη κι αν η ζωή τον φέρει αντιμέτωπο με την ιεροτελεστία της ιεραρχίας των τριών πιάτων σε κάποιο από τα γαστρονομικά εστιατόρια-που δεν θα έχει επιλέξει εκείνος αλλά η χάρη της παρέας-θα το γυρίσει στο «ας πάρουμε κάτι για τη μέση». Καθότι αυτός το τραπέζι του το προτιμά γεμάτο και με πλούσια τα ελέη, στη λογική της μεζεδοκατάστασης. Αθεράπευτα σωβινιστής, πιστεύει πως ακόμη και η ζάχαρη έχει άλλη «ανώτερη» γεύση στους Μολάους και ιδιαίτερη πατρίδα του ενώ δυστροπεί με τους ιταλούς που αγνοούν τη νοστιμιά του μακαρονιού με τρύπα large και τους γάλλους που τρώνε ωμή τη μπριζόλα. Η Ελλάδα είναι η αυτοκρατορία της γεύσης με βασίλισσα ασφαλώς τη μαμά του, που έφτιαχνε «αμίμητο» τον μουσακά. Τα λαχανικά-που τρώγονται όπως και τα μακαρόνια-, μόνο καλοβρασμένα-δεν είναι φαγητό αλλά αξεσουάρ, όπως και το ψάρι είναι φρούτο. Σαρκολάγνος και παϊδακοφάγος, γνωρίζει πού κατοικεί και η τελευταία σπαλομπριζόλα της επικράτειας, ποιά βουνοκορφή θρέφει το νοστιμότερο κατσικάκι και αιώνες πριν η νέα υψηλή γαστρονομία μας πλασάρει σαν πρωτοπορία τα «δεύτερα κομμάτια του κρέατος», εκείνος έχει εγγεγραμμένη στο DNA του τη νοστιμιά της γαρδούμπας, της γεμιστής σπλήνας, της τηγανητής συκωταριάς και των αμελέτητων. Καλοψημμένο και με μπόλικο λεμόνι, το οποίο αποτελεί τη δική του γευστική πανάκεια που «πάει με όλα», το κρέας είναι ο θεός του, με ημίθεο την «ψαρούκλα» στα κάρβουνα. Όσο κι αν σου ορκιστεί πως στο θέμα της φρεσκάδας του φαγκριού-το φετίχ ψάρι του-δεν γεννήθηκε ακόμη ο χριστιανός που θα τον κοροϊδέψει, έχει καταναλώσει μπόλικο φο-ιώδιο στο βιογραφικό του, αλλά μην του το πείτε γιατί θα τον στεναχωρήσετε. Αν τον ρωτήσεις πού πέφτει το ΙΚΑ Χαλανδρίου θα σε οδηγήσει μέσα από τη νοστιμότερη διαδρομή, «στρίβεις στο τυροπιτάδικο που κάνει τη θεϊκή σφολιάτα, περνάς μπροστά από την ψησταριά που κάνει το καθαρότερο κοκορέτσι και στα αριστερά σου προσπερνάς τα γαλακτομπούρεκα του τάδε-μύστη». Είναι ο ιδανικός για να σου υποδείξει τις καλύτερες ταβέρνες και τα κουτούκια που επιμένουν ακάθεκτα στις εποχές της «δημιουργικότητας» και  ξέρει ποιός ταβερνιάρης φτιάχνει ακόμη τη δική του σπατιώτικη ρετσίνα. Με τους νεωτερισμούς είναι τσακωμένος και την «κατσαρόλα» του τη θέλει μαμαδίστικη, ωστόσο δεν θα λυπηθεί τα χιλιόμετρα και την ταλαιπωρία αν είναι να δοκιμάσει μια μυζήθρα, ένα καπνιστό σπιτικό χέλι ή έναν γίγαντα της Καστοριάς στα χωρικά του ύδατα.

Γαλαντόμος και πληθωρικός στο ζύγι, στα ψώνια του δεν κάνει ποτέ τσιγκουνιές, το ίδιο και στο κέφι. Καθώς γνωρίζει πως φαγητό και πόζα δεν συνάδουν κι ούτε είναι αμαρτία να ρουφήξεις αγενώς τη σουπίτσα που σε έχει ενθουσιάσει. Άξιος συνεχιστής της διονυσιακής παράδοσης, τη γεύση ξέρει να τη συνδυάζει με την έξω καρδιά διάθεση, το καλαμπούρι και τη μοιρασμένη απόλαυση.

 photo MAKOS